γοργοθάνατος

γοργοθάνατος
η , ο преждевременно, неожиданно, скоропостижно умерший

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "γοργοθάνατος" в других словарях:

  • γοργοθάνατος — η, ο αυτός που πέθανε πρόωρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γοργός + θάνατος. Η λ. μαρτυρείται στον Στέφανο Ξένο] …   Dictionary of Greek

  • γοργοθάνατος — η, ο αυτός που πέθανε πρόωρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»